πόσης

πόσης
πόσις 1
husband
masc nom/voc pl (doric aeolic)
πόσις 1
husband
masc nom pl (doric aeolic)
πόσις 2
husband
fem nom/voc pl (doric ionic aeolic)
πόσος
of what quantity?
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποσῆς — ποσός of what quantity? fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безоумиѥ — БЕЗОУМИ|Ѥ (155), ˫А с. 1.Неразумие, безрассудство, безумство: простите мѩ съгрѣшьша въ безɤми своемь Мин 1095 (сент.), 123 (приписка); больми себе гърдыи разгордѣвъ. и безоумиѥмь поболѣвъ послѣдьнимъ. (ἀπόνοιαν) ЖФСт XII, 102; сми˫атисѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • опасениѥ — ОПАСЕНИ|Ѥ (15), ˫А с. 1.Тщательность, усердие: ˫Ако чинъ живеть въ чистительствѣ всѣмъ ˫авѣ ѥсть. и опасениѥмь блюсти чистительска˫а зачинани˫а б҃ѹ ѹгодьно ѥсть. (ἀκριβείᾳ) КЕ XII, 76б; И се нѹждьнѣѥ мьню. да съ вьсѣмь опасениѥмь и прилежаниѥмь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подъвечерь˫а — ПОДЪВЕЧЕРЬ|˫А (1*), Ѣ (˫А) с. Запад, западные страны: не халкидоньстѣи бо прежесѣдѣ цр҃кви… но i по всеи подъвечерьи. просто же и до встока самого… киприанъ нашь бываѥть. (ποσης τῆς ἑσπερίου) ГБ к. XIV, 198б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • NORUNT Fideles — seu Quod norunt fideles seu Norunt initiati quod dicitur, ἴσασιν οἱ μεμυγμένος, formula frequens in Patrum scriptis, in mentione potissimum Sacramentorum usu trita. In unius Chrysostomi Homiliis aliisque scriptis minimum quinquaginta in locis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διψομανία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς ακατανίκητης τάσης προς πόση. Ο διψομανής δεν προτιμά κατ’ ανάγκη τα οινοπνευματούχα ποτά, αλλά συχνά πίνει κάθε είδους υγρό, όπως τεράστιες ποσότητες νερού, γάλακτος κ.ά., ενώ σε ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • κάνθαρος — Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην… …   Dictionary of Greek

  • ρυτό — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαλατακίου (39 τ. χλμ.). * * * το / ῥυτόν, ΝΑ (στην αρχαία αγγειοπλαστική) 1. σκεύος πόσης σε σχήμα αναποδογυρισμένου κέρατος που κατέληγε σε οξύ άκρο, στο… …   Dictionary of Greek

  • χούς — (I) ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α 1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες 2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου αρχ. 1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Νεμέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Νεμέας ολοκληρώθηκε το 1984, με τη γενναιόδωρη χορηγία του τέως προέδρου της Τράπεζας Αμερικής Ρούντολφ Πίτερσον. Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στην περιοχή, που διενεργεί από το 1924 η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”